- τσάρκα
- η(λ. τουρκ.)1. επιδρομή για αρπαγή ζώων.2. επιδρομή.3. περιπλάνηση, περίπατος, βόλτα: Πήγαμε τσάρκα στην παραλία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσάρκα — η, Ν 1. περίπατος, βόλτα («κάναμε μια τσάρκα στα περίχωρα») 2. αναζήτηση, έρευνα 3. (για ζώο) επιδρομή, ιδίως για την αναζήτηση λείας 4. συνεκδ. αναζήτηση περιπέτειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cark] … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek